συναγυρτός

συναγυρτός
συνᾰγυρ-τός, όν,
A collected, ὕδωρ ς., opp. πηγαῖον, Pl.Lg.845e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναγυρτός — όν, Α αυτός που προέρχεται από συνάθροιση («συναγυρτὸν ὕδωρ» το νερό που συλλέγεται από ρυάκια, οχετούς και με άλλους τρόπους, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνεσταλμ. βαθμίδα αγυρ τού ἀγείρω* + κατάλ. τός*] …   Dictionary of Greek

  • συναγυρτόν — συναγυρτός collected masc/fem acc sg συναγυρτός collected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”